Στην κουζίνα επαρχιακού σπιτιού η Ευτυχία, ντυμένη στα μαύρα, ετοιμάζει το μεσημεριανό γεύμα. Οι κινήσεις της όλες αργές, φροντισμένες, ευλαβικές. Σε περίοπτη θέση μια μεγάλη κατσαρόλα και ένα ποτήρι με διαυγές υγρό που μοιάζει με νερό. Με μια αποφασιστική κίνηση πίνει το περιεχόμενο και την ίδια στιγμή ακούγεται αλύχτισμα της Λύκαινας, του λυκόσκυλου που βρίσκεται ακριβώς έξω από το σπίτι. Λίγα λεπτά αργότερα επιστρέφει ο Μάρκος. Φοράει πένθος στο μπράτσο. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά, καθώς πλησιάζει το μνημόσυνο του μωρού τους που σκοτώθηκε μετά από επίθεση του σκυλιού της οικογένειας, ένα μήνα νωρίτερα. Ο Μάρκος πίνει κατά την διάρκεια του γεύματος. Φλυαρεί ακατάπαυστα. Ψάχνει διαρκώς το μεγαλύτερο κοριτσάκι τους. Η Ευτυχία μένει σιωπηλή, μοιάζει σβησμένη. Η ώρα που θα πει την τελευταία της λέξη πλησιάζει. Επικίνδυνα.